τζέρο

τζέρο
το, Ν
βοτ. βλ. τσέρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cerris «είδος δένδρου» < λατ. cerrus «είδος δρυός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσέρο — και τζέρο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους δρυός Quercus cerris, που απαντά σε όλη σχεδόν την ελλάδα στην ορεινή και ημιορεινή ζώνη, αλλ. ρουπάκι ή τουρκοβαλανιδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”